/ Αρχική / Καρκίνος και διατροφή / Υποθρεψία και καχεξία στον καρκίνο
Οι ασθενείς με καρκίνο, μετά τους ασθενείς με AIDSπαρουσιάζουν το μεγαλύτερο ποσοστό υποσιτισμού. Η απώλεια βάρους αποτελεί την πιο συχνή επιπλοκή στις περισσότερες μορφές καρκίνου, ενώ οι ασθενείς που παρουσιάζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο υποθρεψίας είναι αυτοί με κακοήθεια των περιοχών της κεφαλής, του τραχήλου και της γαστρεντερικής οδού. Το 45% των νοσηλευόμενων ασθενών με καρκίνο χάνουν το 10% του σωματικού βάρους που είχαν τη στιγμή της εισαγωγής, ενώ τα 2/3 των ασθενών αναπτύσσουν υποθρεψία κατά την πορεία της νόσου.
Ως υποθρεψία ορίζεται η προοδευτική επιδείνωση της διατροφικής κατάστασης του ατόμου, χαρακτηριζόμενη από μείωση της μυϊκής μάζας και αλλαγή της σύστασης του σώματος.
Η υποθρεψία ή η απώλεια βάρους οφειλόμενη στον καρκίνο ή στη θεραπεία του, αναφέρονται ως αιτία θανάτου στην κακοήθεια σε ποσοστό 20%. Η υποθρεψία μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα των ασθενών στο να ανεχτούν ποικίλες ή και πολλαπλές θεραπείες.
Στους ασθενείς με καρκίνο, η προοδευτική αυτή επιδείνωση της διατροφικής κατάστασης αναφέρεται ως καχεξία. Ο όρος βασίζεται στις ελληνικές λέξεις «κακώς» και «έχω» που υποδηλώνει το στάδιο, την κατάσταση. Δεν υπάρχουν ακριβή κριτήρια για τη διάγνωση της καχεξίας, γι’ αυτό και παρουσιάζεται ως πολύπλοκη διαγνωστική εικόνα. Θεωρείται τελικό στάδιο προοδευτικού καταβολισμού της κακοήθειας. Οι συνήθεις κλινικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν την ανορεξία, τον πρώιμο κορεσμό, την απώλεια βάρους, την αδυναμία, τη μυϊκή ατροφία, την εύκολη κόπωση, την εξασθενημένη λειτουργία του ανοσοποιητικού, τις μειωμένες σωματικές και πνευματικές ικανότητες καθώς και τη μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης.
Τα άτομα αυτά παρουσιάζουν αλλαγές σε επίπεδο μεταβολικό και ενδοκρινολογικό. Ο καταβολισμός παραμένει αυξημένος παρά τη μειωμένη πρόσληψη τροφής, κινητοποιώντας παράλληλα τις πρωτεΐνες και τα λιπαρά της περιφέρειας. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι η ισόποση απώλεια λίπους και σκελετικών μυών. Σε αυτό το σημείο έγκειται και η διαφορά της καχεξίας από την ασιτία, αφού στη δεύτερη παρατηρείται απώλεια μόνο λιπώδους ιστού.
Η καχεξία διακρίνεται σε δύο κατηγορίες στην πρωτογενή και στη δευτερογενή. Πρωτογενής καχεξία ορίζεται ο διατροφικός περιορισμός που χαρακτηρίζεται από την παρουσία της ανορεξίας και μόνο, ενώ η δευτερογενής καχεξίαχαρακτηρίζεται από την απώλεια βάρους που προκαλείται από την ανικανότητα παροχής κατάλληλης πρόσληψης θρεπτικών συστατικών είτε λειτουργικά (παρεμπόδιση ή δυσαπορρόφηση) είτε από συμπτώματα συσχετιζόμενα με την τοξικότητα της θεραπείας.